FLAMMEUM vel FLAMMEUS — FLAMMEUM, vel FLAMMEUS auctore Nonio, vestis suit vel tegmen, quo capita matronae tegebant. Ferrario, velum fuit amiciendo capiti, quod perpetuo a Flaminico gestatum, boni ominis caus â ad nuptias transtatum est: Flaminis enim uxori divortium non … Hofmann J. Lexicon universale
UMBELLA — dicta ab umbra, quam facit, Graecis σκιάδιον, caput velut caelum quoddam, tegit; feminis hodieque nobilioribus in usu, inprimis in Italia. Eius meminit Martialis, l. 14. Epigr. 28. cuilemma, Umbella: Accipe quae nimios vincant umbracula Soles,… … Hofmann J. Lexicon universale
ξεμπουμπούλεμα — το (λαογρ.) παλαιό έθιμο τού γάμου κατά το οποίο γινόταν η αφαίρεση τής καλύπτρας από το πρόσωπο τής νύφης μετά τη στέψη … Dictionary of Greek
πλεξιγκλάς — Εμπορική ονομασία του προϊόντος πολυμερισμού του μεθυλακρυλικού μεθυλενίου (μεθυλικός εστέρας του β μεθυλακρυλικού οξέος). Οι πρώτες ύλες για την παραγωγή του π. είναι η ακετόνη και το κυανυδρικό οξύ, που αντιδρούν μεταξύ τους και παράγουν την… … Dictionary of Greek
σκέλος — ους, το, ΝΜΑ 1. καθένα από τα κάτω άκρα τού ανθρώπου ή τα πίσω πόδια τού ζώου, που περιλαμβάνει τον μηρό, την κνήμη και το άκρο πόδι που καταλήγει στα δάχτυλα (α. «κολοβωμένα σκέλη» β. «τοῡ μὲν πρώτου κατέαξαν τὰ σκέλη», ΚΔ γ. «τὰ σκέλη... καὶ τὰ … Dictionary of Greek
τανύπρωρος — ον, Α 1. (για πλοίο) αυτός που έχει μεγάλη πλώρη 2. (κατά τον Ησύχ.) «τανυπρῴρους τὰς καλύπτρας διὰ τὸ περὶ τὸ πρόσωπον περιτετάσθαι». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ τού ρ. τάνυμαι* «τεντώνομαι» + πρῳρος (< πρῷρα «πλώρη»), πρβλ. καλλί πρῳρος] … Dictionary of Greek
τετράδυμος — η, ο / τετράδυμος, ον, Α αυτός που γεννήθηκε μαζί με τρεις άλλους συγχρόνως και από την ίδια μητέρα, καθένας από τους τέσσερεις αδελφούς που γεννήθηκαν στην ίδια γέννα νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το τετράδυμο ανατ. τα τέσσερα υποστρόγγυλα επάρματα … Dictionary of Greek
Греческий — ἵπποι ταί με φέρουσιν, ὅσον τ′ ἐπὶ θυμὸς ἱκάνοι, πέμπον, ἐπεί μ′ ἐς ὁδὸν βῆσαν πολύφημον ἄγουσαι δαίμονος, ἣ κατὰ πάντ′ ἄστη φέρει εἰδότα φῶτα· τῆι φερόμην· τῆι γάρ με πολύφραστοι φέρον ἵπποι ἅρμα τιταίνουσαι, κοῦραι δ′ ὁδὸν ἡγεμόνευον. ἄξων δ′… … Определитель языков мира по письменностям